πηλώδη

πηλώδη
πηλώδης
clayey
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
πηλώδης
clayey
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
πηλώδης
clayey
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • έδαφος — Το ανώτερο επιφανειακό στρώμα της Γης, μεταξύ του μητρικού πετρώματος και της ατμόσφαιρας, μέσα στο οποίο αναπτύσσονται τα φυτά. Το ε. είναι συνεχόμενο λεπτό στρώμα που καλύπτει τον φλοιό της Γης, εκτός από τους βράχους, τις γυμνές βουνοπλαγιές,… …   Dictionary of Greek

  • τραχωτός — ή, ό, Ν [τραχύς] (για ένα είδος καμαραϊκών αγγείων) αυτός που έχει, εκτός από τις έγχρωμες ζωγραφικές διακοσμήσεις, και πλαστικά φυμάτια από πηλώδη πολτό στην επιφάνεια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”